- λαφυρεύω
- λαφυρεύω (Α) [λάφυρον]λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ' ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλαφύρευσεν — λαφυρεύω plunder aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυρώ — λαφυρῶ, έω (Α) [λάφυρον] λαφυρεύω* … Dictionary of Greek